Ο κομβικός ρόλος των γονέων είναι εμφανής ήδη στην πρώτη επαφή με το λογοπαθολογο. Έχοντας εντοπίσει κάποιες αποκλίσεις στις επικοινωνιακές δεξιότητες του παιδιού, οι γονείς είναι αυτοί που παίρνουν την απόφαση να αναζητήσουν τη συμβολή ενός ειδικού. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, πως στη διάρκεια της λογοθεραπευτικής αξιολόγησης, η λήψη του ιστορικού και η περιγραφή των γλωσσικών δυσκολιών του παιδιού γίνεται από τους γονείς. Η συνεργασία λογοπαθολογου και γονέων κάνει συχνά όλη τη διαφορά.
Οι γονείς μπορεί να εκφράσουν ανησυχία ή και να αμφισβητούν την προσωπική τους συμμετοχή, ωστόσο, είναι τα άτομα που γνωρίζουν το παιδί καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Έτσι, με την καθοδήγηση ενός έμπειρου λογοθεραπευτή, αποδεικνύονται πολύτιμος σύμμαχος για το τελικό αποτέλεσμα.
Η συμμετοχή των γονέων στη διάρκεια της λογοθεραπευτικής παρέμβασης έχει δύο μορφές. Αφενός ενημερώνουν για την εν γένει πορεία του παιδιού στο κοινωνικό του περιβάλλον. Αφετέρου, συμμετέχουν στην παρέμβαση με συγκεκριμένες ασκήσεις για το σπίτι που μπορούν να γίνουν στα πλαίσια των καθημερινών δραστηριοτήτων της οικογένειας (μπάνιο, βόλτα κτλ.) χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερος χρόνος.
Με τους τρόπους αυτούς, η λογοθεραπεία γίνεται κομμάτι της ζωής του παιδιού και δεν περιορίζεται στο χρόνο των συνεδριών. Συγχρόνως, εξασφαλίζεται συχνά και μια θετικότερη στάση του απέναντι στο πρόγραμμα. Ακόμα, οι γονείς, αποκτώντας γνώση και κατανοώντας το πρόβλημα, μπορούν να υποστηρίξουν πιο ουσιαστικά.
Η από κοινού αντιμετώπιση των δυσκολιών του παιδιού δημιουργεί ένα πολύ πιο αποτελεσματικό πλαίσιο θεραπείας. Παράλληλα, μέσω της συμβουλευτικής, οι γονείς αποβάλλουν, σε μεγάλο βαθμό, το άγχος τους και αποδέχονται και κατανοούν τις δυσκολίες αυτές. Συνολικά, υιοθετούν μια πιο λειτουργική και αποδοτική συμπεριφορά.
Η σχέση του θεραπευτή με το παιδί και τους γονείς, η αφοσίωση και η εμπιστοσύνη των γονέων στο θεραπευτικό πρόγραμμα, συμβάλουν στην επιτυχία αλλά και τη διάρκεια ολοκλήρωσης της λογοθεραπείας.